- αργήεις
- ἀργήεις, -εσσα, -εν και ἀργάεις και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.)2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή- τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα -Fεντ- (πρβλ. δενδρήεις, θυήεις, μεσήεις κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.